αμύητος

αμύητος
-η, -ο
1. αυτός που δε μυήθηκε στα μυστήρια κάποιας θρησκείας: Οι αμύητοι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στα Ελευσίνια μυστήρια.
2. αυτός που δεν ξέρει καλά μια επιστήμη, θεωρία ή τέχνη: Είναι ακόμη αμύητος στη Χημεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμύητος — uninitiated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ἀμυήτως — ἀμύητος uninitiated adverbial ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμύητον — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc sg ἀμύητος uninitiated neut nom/voc/acc sg ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 3rd dual ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυήτοις — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυήτοισιν — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυήτου — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυήτους — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυήτων — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυήτῳ — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”